λαχμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχμοῖς — λαχμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχμοῦ — λαχμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχμούς — λαχμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχμῷ — λαχμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχμόν — λαχμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
λαχμητήριον — λαχμητήριον, τὸ (Μ) [λαχμός (Ι)] μερίδιο, κλήρος, λαχνός … Dictionary of Greek
λαχνός — ο (Μ λαχνός) κλήρος νεοελλ. 1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε») 2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός») 3.… … Dictionary of Greek
ληχμός — ληχμός, ὁ (Α) λήξη, παύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληγ τού λήγω + κατάλ. μος (το χ αντί γ από επίδραση συναφών λέξεων, όπως τού λαχμός)] … Dictionary of Greek