λαχμός

λαχμός
(I)
λαχμός, ὁ (Μ)
μερίδιο, κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. -λαχ-ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. -μός (πρβλ. θεσ-μός, χρησ-μός)].
————————
(II)
λαχμός, ὁ (Α)
λακτισμός, κλότσημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (βλ. λαξ)].
————————
(III)
λαχμός, ὁ (Α)
χνούδι, λάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λάχνος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαχμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχμοῖς — λαχμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχμοῦ — λαχμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχμούς — λαχμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχμῷ — λαχμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχμόν — λαχμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • λαχμητήριον — λαχμητήριον, τὸ (Μ) [λαχμός (Ι)] μερίδιο, κλήρος, λαχνός …   Dictionary of Greek

  • λαχνός — ο (Μ λαχνός) κλήρος νεοελλ. 1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε») 2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ληχμός — ληχμός, ὁ (Α) λήξη, παύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληγ τού λήγω + κατάλ. μος (το χ αντί γ από επίδραση συναφών λέξεων, όπως τού λαχμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”